ΤΜΗΜΑ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΧΟΡΟΥ CID

ATHENS SECTION OF THE INTERNATIONAL DANCE COUNCIL

ΒΡΑΔΥΕΣ ΠΕΜΠΤΗΣ

Είναι οι βραδιές, που γίνονται κατά κανόνα τις Πέμπτες ώρα 21.00 στο Σπίτι του Χορού στην Πλάκα, στα γραφεία του Θεάτρου 'Δόρα Στράτου", οδός Σχολείου 8 (πάροδος Αδριανού 122), ώρα 21:00., με ελεύθερη είσοδο.

Οι Διαλέξεις της Πέμπτης συνεχίζονται για 26η χρονιά.

Εχουν γίνει πάνω από 430 τέτοιες βραδιές, με ισάριθμους εισηγητές.

Από αυτές έχουν περάσει οι πλέον αξιόλογοι ερευνητές του παραδοσιακού πολιτισμού ή/και του χορού.

Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι αποφεύγεται ο συνεχής μονόλογος.

Γίνεται μια σύνθεση από ομιλία, προβολή οπτικού και ακουστικού υλικού, ζωντανά μουσικά ή χορευτικά παραδείγματα, διάλογο με το ακροατήριο, επίδειξη μουσικών οργάνων, φωτογραφιών, φορεσιών ή άλλων αντικειμένων.

Οι εισηγητές επιλέγονται με βάση τη μακροχρόνια ενασχόλησή τους με το αντικείμενο ή τη συγγραφή σχετικών βιβλίων ή άρθρων.

Δεν είναι απλές διαλέξεις, αλλά πολυδιάστατες προσεγγίσεις: με λόγο από διάφορους ομιλητές, με εικόνα, μουσική, χορό, και καμιά φορά κέρασμα και κρασί.

Κύριος σκοπός είναι η παροχή ειδικευμένων γνώσεων σε κάθε ενδιαφερόμενο, αλλά ιδιαίτερα σε δασκάλους χορού, ιστορικούς, μουσικούς, λαογράφους, με ευχάριστο και ζωντανό τρόπο.

Συνδυάζονται οι θεωρητικές εισηγήσεις από ειδικούς μελετητές, με τις πρακτικές γνώσεις των φορέων της χορευτικής παράδοσης.

Είναι μόνιμος θεσμός, εδώ και 26 χρόνια, χωρίς χρηματοδότηση.

Συντονίζει η Μαριγούλα Κρητσιώτη.

Τηλέφωνο: 210 2220258


Οι διαλέξεις της Πέμπτης, του κύκλου «Λαϊκός χορός και πολιτισμός»

στο Θέατρο «Δορα Στράτου.

Οι βραδιές της Πέμπτης, από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Μάϊο, στο θέατρο «Δόρα Στράτου» ταυτίζονται με το καθιερωμένο πρόγραμμα διαλέξεων του κύκλου, «Λαϊκός πολιτισμός και χορός». Κάθε Πέμπτη, αρχικά και στη συνέχεια κάθε δεύτερη, αυτής της περιόδου, όταν πια σταματούν οι παραστάσεις στο ανοιχτό θέατρο, στου Φιλοπάππου, ζωντάνευε και ζωντανεύει με ένα άλλο τρόπο ο χορός στο κτίριο των γραφείων του θεάτρου αυτή τη φορά, Σχολείου 8, στην Πλάκα και στην αίθουσα των διαλέξεων, στον πρώτο όροφο. Ο «Λαϊκός Χορός και Πολιτισμός», λοιπόν, αντιπροσωπεύει ένα κύκλο διαλέξεων με θέμα το χορό, που πλαισιώνονται από οπτικοακουστικό υλικό, καθώς επίσης από ζωντανά μουσικά και χορευτικά παραδείγματα, που συνδέουν το θέατρο με εκατοντάδες καινούργιες χορευτικές περιοχές, σχέσεις και συνεργασίες, διακινώντας τη γνώση για το χορό και ενισχύοντας το χαρακτήρα του θεάτρου να είναι ζωντανός οργανισμός της προσέγγισης του χορού.

Το περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων δίνεται στα δελτία τύπου του θεάτρου, ως εξής: «Κύριος σκοπός των διαλέξεων της Πέμπτης είναι η παροχή ειδικευμένων γνώσεων σε δασκάλους χορού, χορογράφους, ιστορικούς, λαογράφους, αλλά και σε κάθε ενδιαφερόμενο. Οι θεωρητικές εισηγήσεις από ειδικούς μελετητές συνδυάζονται με πρακτικές γνώσεις από φορείς της τοπικής παράδοσης. Δεν είναι απλές ομιλίες ή κοινά μαθήματα, αλλά συνδυασμός εισηγήσεων, οπτικοακουστικών μέσων, επιδείξεων, εκθέσεων κλπ. Είναι μόνιμος θεσμός, εδώ και 24 χρόνια, χωρίς χρηματοδότηση».

Αναλαμβάνοντας τον προγραμματισμό και τη διοργάνωση αυτών των εκδηλώσεων, περίπου το 1989, έδωσα αρχικά έμφαση στην παρουσίαση της μουσικοχορευτικής παράδοσης διάφορων περιοχών, χωρίς να αποκλείονται οι εισηγήσεις με επί μέρους θέματα, προϊόν έρευνας και μελέτης του χορού από κάποιον ειδικό.

Στην πρώτη περίπτωση το σκεπτικό ήταν οι ίδιοι οι φορείς μιας παράδοσης να την μεταφέρουν στο κοινό, ώστε να γίνεται αντιληπτό πώς αυτοί βιώνουν το χορό και τους κανόνες του ή τους θεσμούς που τον επηρεάζουν και επηρεάζονται από αυτόν. Το γεγονός, όμως, ότι η προφορική σκέψη δεν είναι εξασκημένη να συστηματοποιεί τις γνώσεις και τις εμπειρίες θα συνεπαγόταν και στην περίπτωση των ανθρώπων που προσεγγίζαμε την αδυναμία να συνοψίζουν και να δίνουν μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο τα ουσιαστικά του χορευτικού τους πολιτισμού. Ετσι, ετίθετο η ανάγκη να προϋπάρξει μια μίνι έρευνα.

Προκειμένου για τούτο τους συναντούσα στα γραφεία των τοπικών συλλόγων τους στην Αθήνα, στην Αττική κι ακόμα μακρύτερα, αφού προηγουμένως συμφωνούσαμε να έχουν ειδοποιήσει και συγκεντρώσει, την ημέρα της συνάντησης, άτομα που να αντιπροσωπεύουν τις ομάδες της κοινότητάς τους.

Αυτό ήταν ένα κουραστικό και μαζί απολαυστικό και γόνιμο έργο που πρόσφερε μέσα σε λίγο χρόνο τις εμπειρίες που περιέχει κάθε έρευνα. Η πρότασή μου, να γίνουν εκείνοι παρατηρητές και παρουσιαστές των παραδόσεών τους, άσχετα ότι εγώ έδινα τις κατευθύνσεις, διαφοροποιούσε την κάπως αμυντική στάση τους: «κι αυτά τι τα κάνετε», «τι σας ενδιαφέρουν», «πολλοί έρχονται, γράφουν ότι θέλουν και δεν ξαναπερνούν». Τελικά, ήταν ισχυρό το αίσθημα του καθήκοντος να μιλήσουν εκείνοι για τον πολιτισμό τους, όπως και η δική μου πρόθεση να ακουστεί η δική τους φωνή και να έρχεται στην επιφάνεια η δική τους εμπειρία ή ο τρόπος που διαχειρίζονται το χορό μέσα στη χορευτική διαδικασία. Ο χρόνος που είχαμε στη διάθεσή μας ήταν από 9-11 μ.μ. Μέσα σ’ αυτόν έπρεπε να αποδοθούν οι σχετικές πληροφορίες με το χορό και τη χορευτική διαδικασία, τα χορευτικά συμφραζόμενα (μουσικά όργανα, συνοδευτικές μουσικές, φορεσιά), τα ζωντανά μουσικοχορευτικά παραδείγματα κι επίσης να φανεί πώς ο χορευτικός πολιτισμός σχετίζεται και επαληθεύει τον ευρύτερο τοπικό πολιτισμό, στον οποίο επίσης γινόταν αναφορά.

Στις συναντήσεις μας γινόταν αντιληπτό ότι οι εκάστοτε ντόπιοι δεν πειθαρχούσαν τη σκέψη τους στο να οργανώνει, να αναλύει και να συνοψίζει. Αντίθετα και δικαιολογημένα, επιδίδονταν σε ολόκληρες ιστορίες προκειμένου να εξηγήσουν σημαντικές γι αυτούς αντιλήψεις και πεποιθήσεις ή αξίες και στάσεις ζωής, ικανοποιώντας έτσι την υπερηφάνεια τους για το ποιοι ήσαν έναντι κάθε άλλου και πώς τακτοποιούσαν κοινωνικά τις πράξεις και τις σχέσεις τους. Δεν αρκούσε, λοιπόν, μια πρόχειρη ταξινόμηση. Ακόμα και μ’ αυτήν υπήρχε ο κίνδυνος να παραλείπουν σημαντικές πληροφορίες ή να χρονοτριβούν σε διάφορες εξιστορήσεις. Το πιο σίγουρο ήταν να μαγνητοφωνώ και να απομαγνητοφωνώ τις πληροφορίες, να τις ταξινομώ κατά θέμα και να κάνω την κατά θέμα κατανομή σε δυο ή τρία πρόσωπα, υπολογίζοντας ότι αυτή η περιγραφική κατά κύριο λόγο παρουσίαση θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση και το ερέθισμα για πιο εκτεταμένη έρευνα από κάποιον ενδιαφερόμενο.

Επιπλέον, για τη δική μου ασφάλεια και για τη δική τους αποφάσισα να κάθομαι ανάμεσά τους κατά την παρουσίαση. Ετσι, έδινα τον λόγο στον εκάστοτε αρμόδιο, επαναφέροντας στοιχεία υπό τύπον ερωτήσεων-απαντήσεων, τα οποία λησμονούσαν ή προσπαθώντας να συγκρατώ εκείνους που έφευγαν σε αφηγηματικές περιπλανήσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι παίζαμε ένα θέατρο αυθόρμητης συζήτησης με μένα συχνά στο ρόλο του κακού που διέκοπτε την εκτροπή σε αναλύσεις γεγονότων, εφόσον παρόμοιά τους είχαν ήδη επαληθεύσει τα νοήματα και τις πεποιθήσεις διάφορων πρακτικών τους. Πράγματι προσχεδιάζαμε στο περίπου το πώς θα μιλήσουμε, αλλά κάθε φορά τα πράγματα εξελίσσονταν πηγαία και αυθόρμητα, καθώς οι ομιλητές στο διάστημα μετά τη συνέντευξη που είχε προηγηθεί και μέχρι την παρουσίαση ή μετά από επιπλέον δικά μου τηλεφωνήματα για να καλυφθούν τα κατά την κρίση μου κενά, επεξεργάζονταν τις μνήμες και εμπειρίες τους και κατέθεταν τώρα καινούργια στοιχεία, στα οποία προσθέτονταν κι άλλα από τους συντοπίτες-ακροατές, είτε στο πλαίσιο των όσων έλεγαν οι εισηγητές, είτε στο πλαίσιο των ερωτήσεων από τους παρευρισκόμενους. Ετσι κάθε τέτοια παρουσίαση μετατρεπόταν σε μια καινούργια και περισσότερο ομαδική συνέντευξη, στην οποία επιπλέον οι αντιδράσεις όλων των ντόπιων, οι σιωπές, οι μορφασμοί ικανοποίησης ή δυσαρέσκειας έλεγαν περισσότερο από τις λέξεις. Τελικά, εκεί στο χώρο της παρουσίασης, όλα συνέβαλαν ώστε να αντιπροσωπεύεται περισσότερο η συλλογικότητά τους.

Βέβαια, πάντα παρουσιάζονταν προβλήματα. Κατά βάση, κλείναμε ημερομηνία μερικούς μήνες νωρίτερα, ώστε να προβληθεί έγκαιρα το πρόγραμμα από το θέατρο, με τη συμφωνία να συναντιόμασταν 15-20 μέρες νωρίτερα από την παρουσίασή τους για να βγάλουμε το θέμα. Δεν τους έπειθαν, όμως, αρκετά οι διαβεβαιώσεις μου για το αποτέλεσμα, ούτε το επιχείρημα ότι με παρόμοιο τρόπο αντιμετωπίζαμε κάθε προηγούμενη περίπτωση. Δεν καθησύχαζε ακόμα την αγωνία τους η εξήγηση ότι επρόκειτο για μια προφορική παρουσίαση κι όχι για μια δημοσίευση, που έχει άλλες απαιτήσεις ως προς την πληρότητα των δεδομένων και την τεκμηρίωση. Ετσι, σχεδόν πάντα διαπραγματευόμουν τη δικαιολογία τους ότι δεν γνώριζαν τίποτα για το χορό τους ή δεν προλάβαιναν να ετοιμαστούν για να προβάλλουν μέσω αυτού αξιοπρεπώς τον τόπο τους. Τέτοια επικοινωνιακά προβλήματα κινδύνευαν να ματαιώσουν και την ήδη προγραμματισμένη εκδήλωση, όπως συνέβηκε στην περίπτωση της Μυκόνου, όπου κάποιοι από τους ομιλητές με φώναξαν λίγο πριν την έναρξη της παρουσίασης να κατέβω στην αυλή του κτηρίου στην Σχολείου 8. Εκεί είχαν κάνει πηγαδάκι με άλλους Μυκονιάτες και προφανώς προσπαθούσαν να επιβεβαιώσουν την εγκυρότητα των δεδομένων τους. Κάποιοι Κατωμερίτες υποστήριζαν τις διαφορετικές δικές τους γνώσεις, οι οποίες όπως διευκρινίστηκε αντιστοιχούσαν σε άλλες εποχές ή και σε προσωπικές εμπειρίες από την πιο εκσυγχρονισμένη περιοχή τους, σε σχέση με την Ανω Μερά. Παρόλα αυτά, μειώθηκε η αυτοπεποίθησή των ομιλητών, που θορυβημένοι αρνούνταν να βγουν στο βήμα. Τελικά ο ένας αποσύρθηκε, οι άλλοι μπήκαν με τις αμφιβολίες τους και πήραν τον λόγο. Στην συνέχεια τοποθετήθηκαν και οι αντιτιθέμενοι βάζοντας το δικό τους λιθαράκι στο καρέ των λαογραφικών δεδομένων του νησιού τους και η βραδιά εξελίχθηκε όπως κάθε άλλη, αποζημιώνοντας κι αυτούς και το κοινό.

Εν μέσω αυτών και άλλων προβλημάτων οι Πέμπτες μπόρεσαν να φέρουν στην αίθουσα των διαλέξεων εκατοντάδες χορευτικούς πολιτισμούς και εκατοντάδες όψεις του χορού. Στο πλαίσιό τους, οι άνθρωποι κάθε περιοχής συχνά με το δικό τους χορευτικό γλωσσάρι απέδιδαν τον τρόπο εκτέλεσης δυσδιάκριτων για το τρίτο μάτι κινητικών λεπτομερειών. Το «κάτσισμα και το στούμπιγμα » για παράδειγμα των Καλύμνιων αναφερόταν, το πρώτο, στο σπάσιμο των γονάτων, όταν αυτό έρχεται στο χορό και το δεύτερο στην πίεση του ποδιού στο έδαφος, όταν αυτό εν είδη αυτοσχεδιασμού αναλαμβάνει όλο το βάρος του σώματος. Εν γένει, κατέθεταν πώς με τη δική τους λογική, και με τις βιωμένες εμπειρίες τους αντιλαμβάνονται το χορό ή πώς προσδιορίζουν κάθε χορό τους. Ευνόητα παρουσίαζαν το χορό ως ευκαιρία συνάντησης, σύναψης διαπροσωπικών και ευρύτερων σχέσεων, επίδειξης κοινωνικών προνομίων ή αντιπαράθεσης ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες κ.α. Σε κάποιες περιοχές ένας χορός δεν έχει δική του ονομασία, όπως Συρτός, Καλαματιανός. Εν ολίγοις, δεν εντοπίζεται με βάση την κινητική σύνθεσή του, αντίθετα ταυτίζεται με το συνοδευτικό τραγούδι και προσδιορίζεται από αυτό (από τους πρώτους στίχους του). Ανεξάρτητα, επομένως, από το βηματολόγιό του, αυτός τονίζεται διαφορετικά ως προς το χρωματισμό και το τέμπο της κίνησης από κάθε τραγούδι, αποτελώντας έναν άλλο χορό που εκπροσωπεί την προτίμηση του χορευτή στο τραγούδι, αλλά που διαφοροποιεί την εσωτερική του κατάσταση απέναντι στο κινητικό του χορού και στον τρόπο απόδοσής του.

Σε πολλές περιπτώσεις οι ντόπιοι δεν διαχώριζαν εξωτοπικούς χορούς, όπως τους «ευρωπαϊκούς» ή «αγκαλιαστούς», από τους εννοούμενους παραδοσιακούς χορούς, αντίθετα μάλιστα τους θεωρούσαν ταυτόσημους των χορευτικών συναντήσεων και δράσεών τους στον τόπο, καθιερώνοντας για αυτήν την νεοτερίζουσα στην εποχή της χορευτική τάση, μια αντίστοιχα νεοτερική εθιμοτυπία τιμής προς την ντάμα, από εκείνην που ίσχυε στους κατά παράδοση τοπικούς χορούς: την εθιμοτυπία, «ντάμα λα μπουφέ» που ενσωμάτωναν στην όλη χορευτική τους διαδικασία. Δηλαδή, τη συνήθεια να συνοδεύει ο καβαλιέρος την ντάμα του, μετά από ένα φοξ-αγγλέ, ένα βαλς ή ένα σουίνγκ, στον πάγκο του καφετζή για να την κεράσει.

Αλλοτε ο κοινός χορός με άλλες περιοχές, συνήθως γειτονικές υποκινούσε τον ανταγωνισμό που προϋποθέτει η αίσθηση του ποιοι είμαστε, τι μας ανήκει και τι μας χαρακτηρίζει, ώστε να υποκινεί την εθνοτοπική συνείδηση να αποδείξει την ιστορική πατρότητα του χορού, όπως φάνηκε για το χορό Καμάρες στην Τήλο και Νίσυρο, όπου κάθε νησί τον διεκδικούσε ανατρέχοντας διά των πιο φωτισμένων εκπροσώπων τους στις ανάλογες ιστορικές πηγές.

Αλλά το «εμείς» και το «εσείς» ως τρόπος διασαφήνισης της πολιτισμικής διαφοράς και ταυτότητας εκφραζόταν και από χωριό σε χωριό μέσα στην ίδια περιοχή ή στο ίδιο νησί, ανεβάζοντας τους τόνους, όπως συνέβηκε στην περίπτωση της Αμοργού, μεταξύ Αιγιαλιτών και Καταπολιανών, παρόλο που είχαν συμφωνήσει να μην δημοσιοποιούν τέτοιες αντιπαραθέσεις. Εν ολίγοις, είχε ήδη εκδηλωθεί μια κόντρα ανάμεσά τους κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, με αφορμή την ερώτηση, «ποιοι είναι καλύτεροι γλεντιστάδες» καθώς επίσης με το θέμα των φωτογραφιών που θα επέλεγαν για μια μικρή έκθεση στην αίθουσα των διαλέξεων. Οπου έπαιρναν κι έδιναν οι παροιμίες και οι χαρακτηρισμοί από τους μεν προς τους δε σχετικά με την έφεσή τους στο χορό και το τραγούδι ή ως προς την επιλογή φωτογραφιών για μια μικρή έκθεση στο χώρο της διάλεξης. Οπου το θέμα πυροδοτούσε αιχμηρούς διάλογους του τύπου: «γιατί πάλι την Αιγιάλη:», «γιατί ‘ναι η πιο όμορφη», «εσείς τι έχετε να δείξετε;»

Οι επαναλαμβανόμενες διαλέξεις της Πέμπτης έδειχναν τα κοινά νοήματα εθίμων μέσα στην παραλλαγμένη μορφή τους από περιοχή σε περιοχή, μερικές φορές τη σύνδεσή τους με την αρχαιότητα (αγώνες στο πλαίσιο των πανηγυριών) και την αρχαία θρησκεία, όπως οι γυναικείοι σε πολλές περιπτώσεις πασχαλιάτικοι και φυσικά γονιμικοί χοροί των γυναικών (Αγιο Πνεύμα, Καστελλόριζο, Ν. Αγραφα κ.α.). Επιπλέον χαρτογραφούσαν τους ιδιαίτερους τρόπους οργάνωσης του χορού, του πανηγυριού αλλά και του χοροστασιού: το χοροστάσι στη σκιά ενός δένδρου και γύρω από τον κορμό του ο χορός (Χάλκη, Νότια Αγραφα), που επίσης ανάγεται στην αρχαιότητα, στο ιερό κέντρο, στον ιερό κύκλο και στον ιερό χαρακτήρα του χορού. Αξιοσημείωτο είναι ότι το χοροστάσι στο Πολυχνίτο της Λέσβου, μια αμφιθεατρική αλάνα τεσσάρων περίπου στρεμμάτων στην άκρη του χωριού, ονομάζεται Χορός και εξ αυτού ολόκληρη η γειτονιά εντός των ορίων της οποίας βρίσκεται, ονομάζεται επίσης Χορός. Εδώ, δηλαδή, ο χορός ως πράξη ονοματίζει ολόκληρη την περιοχή μέσα στην οποία ενσαρκώνεται.

Κάποιες από τις Πέμπτες έφερναν στη δημοσιότητα άγνωστες ιστορικά και χορευτικά περιοχές όπως του Οφις της Μαύρης θάλασσας του Πόντου. Μικρή ομάδα από τη συγκεκριμένη περιοχή, συνάντησαν στη Γερμανία Πόντιους από την Ελλάδα και στη συνέχεια ήρθαν εδώ γύρω στο 1990 ως οικονομικοί μετανάστες. Ανάμεσά τους ο Βαχίτ Τουρσούν, γεωπόνος κι εδώ οικοδόμος. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, απομονωμένοι κι εγκαταλειμμένοι από το Τουρκικό Κράτος, μόνο κατά τη δεκαετία του 1960 είχαν σχολείο και παράλληλα ραδιόφωνο στην περιοχή τους. Τότε αυτοί ως παιδιά μάθαιναν την τουρκική γλώσσα και εξηγούσαν στους γονείς τους τις ειδήσεις που μετέδιδαν τα ερτζιανά. Ετσι, άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι αποτελούσαν κοινότητα με δική τους γλώσσα και δική τους ιστορία, την οποία η γενιά του άρχισε να ερευνά. Οι χοροί τους φαίνονταν να είναι παραλλαγές των ποντιακών. Η ομάδα τους (μέλη περίπου τριών οικογενειών) έβρισκε ευκαιρία απόλαυσης της χορευτικής εμπειρίας στο Κορτσόπωφ. Μπορούσαν να χορέψουν ακούγοντας την εδώ ποντιακή μουσική, δεν συνταυτίζονταν, όμως, με τους άλλους Πόντιους και κατέληγαν να χορεύουν σε δικό τους κύκλο.

Μερικές φορές οι Πέμπτες ανοίχθηκαν στον κλασσικό και σύγχρονο χορό, στον παραδοσιακό ως βάση για σύγχρονες χορευτικές δημιουργίες ή στη σύνδεσή του με την τέχνη του θεάτρουιστορικά και συγχρονικά, αλλά και σε πολιτισμούς των εδώ μεταναστών. Εντυπωσιακή υπήρξε η βραδιά με το Πακιστάν. Πηγαίνοντας στα γραφεία της κοινότητάς τους, σε κάποιους παράδρομους της Ομόνοιας, μαύρισε το μάτι μου από το μαύρο των προσώπων της περιοχής. Στο γραφείο με περίμεναν γύρω στους τριάντα Πακιστανούς για να ενημερωθούν σχετικά με τα διαδικαστικά. Δεν έδιναν υπόσχεση για ζωντανή μουσική. Στις συνεντεύξεις μεσολαβούσαν τρείς νεότεροι στην ηλικία, οι οποίοι μιλούσαν καλά την ελληνική. Τελικά, πριν ξεκινήσει η παρουσίαση εμφανίστηκαν γύρω στους δεκατρείς μουσικούς με εντελώς ιδιαίτερα όργανα, οι οποίοι μάλιστα ζητούσαν κιλίμι, επειδή παίζουν σε θέση οκλαδόν.

Οι βραδιές με αντικείμενο τα διάφορα είδη χορού ή τις χρήσεις του παραδοσιακού σε άλλες μορφές τέχνης έδιναν έναυσμα για συγκρίσεις στον τρόπο της δικής του διδασκαλίας και ενσάρκωσης στο χοροστάσι ή της σκηνοθεσίας στην περίπτωση μιας παράστασης, Αλλά και οι μεταναστευτικοί χοροί ευνοούσαν την σύγκριση με τα ελληνικά χορευτικά ήθη. Ελάχιστα μόνο αναφέρονται εδώ από τη γκάμα και το περιεχόμενό τους, αλλά στο σύνολό τους συσσωρεύουν σημαντικό υλικό για τον ελληνικό παραδοσιακό χορό και τις ποικίλες κατά περιοχή χωροχρονικές πραγματώσεις του, επιβεβαιώνοντας αυτό που είναι: απεικόνιση της κοινωνικής δομής. Το αρχείο τους βρίσκεται μαγνητοσκοπημένο στα γραφεία του θεάτρου και ίσως αποτελέσει μια καλή πηγή για όσους ενδιαφέρονται για περισσότερη έρευνα.

Την τελευταία περίοδο, 2013-2014, οι διαλέξεις της Πέμπτης περιορίζονται στον ελληνικό παραδοσιακό χορό και εντάσσονται στον δεύτερο επιμορφωτικό κύκλο της σχολής τους θεάτρου Δόρα Στράτου, συμπληρώνοντας την ύλη που κομίζουν οι τετράωρες εισηγήσεις και τα σεμινάρια της Κυριακής. Κάθε Κυριακή στον ίδιο χώρο των διαλέξεων της Πέμπτης ειδικοί, σε θεωρητικά θέματα του χορού και σε μεθόδους της διδασκαλίας του, μεταδίδουν τη γνώση τους στους ενδιαφερόμενους.

Εχοντας την ευθύνη των διαλέξεων της Πέμπτης, ως πρόεδρος του Τμήματος Αθηνών του Διεθνούς Συμβουλίου Χορού, ανέλαβα και την ευθύνη επιλογής των εισηγήσεων της Κυριακής.

Κι ως εξ αυτού τις παρουσιάζω στο ενεργητικό του Τμήματος.

Μαριγούλα Κρητσιώτου

ΕΠΟΜΕΝΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ

Δεν έχει προγραμματιστεί κάποια εκδήλωση.